μπούλα

μπούλα
μπούλα, ἡ (Μ)
1. γυναίκα με σκεπασμένο το πρόσωπο
2. Τουρκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπαμπούλα, με ανομοιωτική αποβολή. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το μπόλια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”